λεβεντιά — η (λ. τουρκ.), αρρενωπό παράστημα, ανδρεία: Η λεβεντιά ήταν γνώρισμα των ηρώων της Επανάστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Mulan (soundtrack) — Mulan Soundtrack album by Various artists Released June 2, 1998 ( … Wikipedia
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αστόμωτος — η, ο (Α ἀστόμωτος, ον) [στομώ] αυτός που δεν έχει ακονιστεί, που δεν έχει γίνει κοφτερός νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει χάσει την ικανότητα να κόβει, που δεν έχει αμβλυνθεί 2. ο ασυγκράτητος, ο ριψοκίνδυνος («αστόμωτη λεβεντιά») 3. ο αχόρταγος… … Dictionary of Greek
ερωτεύομαι — (Μ ἐρωτεύομαι) [έρως] αγαπώ ερωτικά, καταλαμβάνομαι από ερωτικό συναίσθημα («τόν ερωτεύθηκα για τη λεβεντιά του») νεοελλ. συμπαθώ υπερβολικά, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι («ερωτεύθηκα τη θάλασσα») … Dictionary of Greek
λεβέντικος — η, ο [λεβέντης] αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε λεβέντη, ωραίος, αρρενωπός, ευσταλής («λεβέντικος χορός»). επίρρ... λεβέντικα (Μ λεβέντικα) νεοελλ. με λεβεντιά μσν. σαν Τούρκος πεζοναύτης … Dictionary of Greek
ρουμελιώτικος — η, ο, Ν [Ρουμελιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ρούμελη ή στους Ρουμελιώτες (α. «ρουμελιώτικα τραγούδια» β. «ρουμελιώτικη λεβεντιά») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Ρουμελιώτικα το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα τής Ρούμελης. επίρρ...… … Dictionary of Greek
στολίζω — ΝΜΑ [στόλος / στολή] 1. διακοσμώ, κοσμώ, καλλωπίζω, ντύνω με ωραία ενδύματα και κοσμήματα (α. «στολίζουν τη νύφη» β. «νέον τινὰ στολίσαντες ὡς κόρην», Τζέτζ. γ. «τὸ ἀγαλμάτιον στολίζουσι καὶ κοσμοῡσι», Πλούτ.) 2. (το μεσοπαθ.) στολίζομαι α) φορώ… … Dictionary of Greek
ψοφώ — ψοφῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ψοφάω Ν (αμτβ.) (για πρόσ. χλευαστ.) πεθαίνω (α. «ψόφησε τελικά ο εγκληματίας» β. «κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε», Σοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. α) επιθυμώ πολύ κάτι, λαχταρώ (α. «ψοφάω για φρούτα το καλοκαίρι» β. «ψοφάει… … Dictionary of Greek